αψ

αψ
ἄψ επίρρ. (Α)
1. προς τα πίσω, πίσω πάλι
2. πάλι, ξανά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τοπικό επίρρημα που συνοδεύει κυρίως ρήματα κινήσεως και συχνά απαντά πριν από τις προθέσεις ες, από, εκ. Πρόκειται για αρχαίο τ. που χρησιμοποιείται κυρίως στον Όμηρο και στους Αλεξανδρινούς και που υποχώρησε έναντι του πάλιν. Είναι ταυτόσημο με το λατ. abs «μακριά, πίσω» και φέρει το επιρρηματικό -ς (πρβλ. εξ, χθες κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”